Monday, May 07, 2007



Ο Τόπος




Ήταν πλατύς, από καθαρό λευκό ασβεστόλιθο.
Μάρμαρο.
Ξεχώριζε μες στο λιτό τοπίο.
Ξεχώριζε κι απ’ τους τριγύρω μικρότερους βράχους,
τους γκριζωπούς και ακανόνιστους.
«Πειρασμός και πρόκληση για κάθε άξιο γλύπτη»
ήταν η πρώτη σκέψη της.
Ακηλίδωτος,
εκτός απ’ τα ‘νερά’ που σχημάτιζαν μεγάλα, καθαρά
γεωμετρικά σχήματα,αποτυπώματα των ρευμάτων
της Γης και των τροχιών των άστρων.
Οριζόντιος, λείος, ελαφρά κυρτός στο κέντρο του,
μια ρηχή εσοχή στο μέγεθος ίσα- ίσα ενός ανθρώπου..
Η αμέσως επόμενη σκέψη της ήταν..... πως την περίμενε !
Ήταν διαίσθηση περισσότερο και βεβαιότητα, παρά
αποτέλεσμα λογικής διαδικασίας.
Την περίμενε εκεί, ασάλευτος ποιος ξέρει από πότε,
από ποιες ταραγμένες γεωλογικά εποχές,
πριν από πόσους πανάρχαιους χρονικούς κύκλους.
Απ’ τη στιγμή που τον ανακάλυψε σε μια απ’ τις
περιπλανήσεις της την γοήτευσε, την μάγεψε,
με το σχήμα του,τον όγκο του,την πανοραμική θέση του:
όλη η μικρή πόλη κάτωθέ της – μπορούσε να δει το σπίτι της!
Στα δεξιά της τα βουνά του βορά σκοτεινά, επιβλητικά,
τείχη αδιαπέραστα έμοιαζαν απ' την μεγάλη πόλη.
Αριστερά της η θάλασσα του νότου , ζεστή, ιριδίζουσα
στο φως, προκλητική, απέραντη, με τα αρχαία της νησιά
να πλέουν στην αγκάλη της: Σαλαμίνα, Αίγινα, η βόρεια
ακτή της Νήσου του Πέλλοπα με τα Παναχαϊκά όρη
και τα μικρά ξερονήσια, οι Φλέβες.
Έναν γύρω απ’ τον βράχο μικρά νιόβγαλτα πεύκα και
κυπαρίσσια λυγερόκορμα .
Θυμάρια, λεβάντες, ρίγανες, τον πλαισίωναν τα καλοκαίρια
και ανεμώνες και κυκλάμινα αργά το φθινόπωρο.

Ήταν ένα μαγιάτικο απόβραδο,
όταν εκείνος την κάλεσε ν’ ανέβει απάνω του να τον νιώσει
με τα γυμνά της πέλματα, με τις παλάμες
και να τον χαϊδέψει με τ' ακροδάχτυλα,
να αισθανθεί τη θερμότητα τη συσσωρεμένη απ’ τον ήλιο,
την σοφία την συσσωρεμένη απ’ τον χρόνο,
να ξαπλώσει πάνω του,
να την νανουρίσει με τον κρυφό παλμό του
ψιθυρίζοντάς της αρχαία μυστικά ,
οδηγώντας την στους κόσμους του Ύπνου
μέσ’ απ’ τους δρόμους των Ονείρων,
όνειρα αληθινά,
όνειρα – ταξίδια .

Να τον αγαπήσει την κάλεσε.

Κι εκείνη δέχτηκε
και τον αγάπησε.
Τον ονόμασε Τόπο
Επισύναψε δεσμούς φιλίας μαζί του στις επόμενες επισκέψεις
της στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ήξερε και το κατάλαβε απ’ την πρώτη στιγμή, πως εκείνη κι
ο βράχος είχαν πολλά να μοιραστούν– δεν ήταν ένα τυχαίο
συναπάντημα αυτό.
Πήγαινε πάντα σ’ αυτόν φέρνοντάς του δώρα, έτσι,
από χαρά κι ευγνωμοσύνη:
λίγα λουλούδια απ’ τον κήπο της, όμορφες πέτρες και
θαλασσόγλυπτα ξύλα που ξέβραζε το κύμα κάτω στην
παραλία – για να’ χει να συνομιλεί και με την θάλασσα –
σκεφτόταν,γιατί αλλιώς, ποτέ δεν θα μπορούσε να γευτεί
την αλμύρα της και να μάθει τα μυστικά της.

Και έγινε ο τόπος της

Ο τόπος των μυστηρίων της,
των εξομολογήσεων ,
των αποκαλυπτικών ονείρων της
της μύησης της.

Ο Τόπος που την μύησε στο Θήλυ…

Εκεί επάνω, στη λευκή απαστράπτουσα ράχη του,
έμαθε να πετά,να αιωρείται, να χειρίζεται τα αέρινα ρεύματα.
Εκεί επάνω, στη απειρόχρονη ιστορία του έμαθε την ιστορία
του κόσμου και πως το όνειρο είναι η άλλη όψη της
πραγματικότητας,ή καλύτερα , πως είναι αυτή καθ’ αυτή η
πραγματικότητα και πως αυτό που έμαθε να ζει μαζί μ’ όλους
τους άλλους…δεν είναι παρά ένα όνειρο…!

Από εκεί αγνάντεψε το Σύμπαν κι εκείνο την χαιρέτησε,
προσκαλώντας την να ταξιδέψει στα ηλιακά του συστήματα,
σε νεογέννητους και σε γηραιούς γαλαξίες, σε νεφελώματα
και σε μέλαινες και λευκές οπές–
για τις οποίες μάλιστα ήταν ιδιαίτερα περήφανο.

Ο Τόπος της πρόσφερε κι ένα ακόμη δώρο:
Την τέχνη του χορού.
Ήταν εκείνος που της έμαθε να χορεύει στους ρυθμούς
που φιλούσε στα πετρωμένα σωθικά του, που αν και πετρωμένα
δονούνταν και σπάραζαν ολοζώντανα.
Ρυθμούς αρχέγονους απ’ τις εποχές που ακόμα εκείνος ήταν
λάβα πυρωμένη στην φλεγόμενη ψυχή της Γαίας και η Γαία
δεν ήταν παρά μια ψυχή πυρακτωμένη, ασχημάτιστη,
που αναζητούσε ταυτότητα κι ένα συμπαγές περίβλημα
για να ντυθεί και να μπορέσει να υπάρξει.

Και οι ρυθμοί την διαπέρασαν, την διαπότισαν για πάντα.
Η ψυχή της συντονίστηκε με την ροή του κόσμου,
με το ποτάμι της Ζωής,
συμπαντική χορδή αενάως δονούμενη!
Η καρδιά της χτυπούσε πια σε άλλο τέμπο.
Τα μέλη της υπάκουαν στις αποκαλυπτόμενες μουσικές

αβίαστα

ρυθμικά,

λικνιζόμενα,

συστρεφόμενα...

«Τό πος - Ά το πος,

Χρό νος - Ά χρο νος!»

ψιθύριζε την επωδό που της δίδαξε ο βράχος,
καθώς αρχινούσε το στροβίλισμα, το λίκνισμα –
μια διαδικασία που μπορεί να κρατούσε μέχρι το ξημέρωμα!

Τρία χρόνια μετά την ανακάλυψη του λευκού βράχου και
την μαθητεία της κοντά του,
ήξερε πως δεν είναι πια η ίδια .
Ένιωθε και έβλεπε με άλλα μάτια.
Βίωνε την Ύπαρξη με άλλον τρόπο.

Ήταν ένα πλάσμα... άλλο


-Αύγουστος '06-




(Απόσπασμα από ένα παραμύθι που

δεν έχει αρχή ούτε τέλος ,

απλά συμβαίνει…

και συνεχίζεται…..)



Floattank - "Touch the void "( Metaformation)

Get this widget | Share | Track details