Monday, October 08, 2007


Γράμματα χωρίς παραλήπτη
-2

(Αναδημοσίευση προηγούμενου post της 1/6/ 2007)


"Ποίηση" ή εκποίηση;



Ένα πράγμα πληγώνει απ’ όλα περισσότερο:
η ευτέλεια - κοινώς ξεφτίλα.
Η έκπτωση ό,τι πολύτιμου. Η υποτίμηση κάθε αξίας.
Το δώρο που θάβεται στο συρτάρι με τ’ αζήτητα χωρίς
ποτέ να ανοιχτεί.
Λέξεις διπλωμένες στα τέσσερα στην πίσω αριστερή
κωλότσεπη που ξεβάφουν κι αυτές μαζί με το φθαρμένο
τζήν στην επόμενη πλύση.
Τα όνειρα ξεθωριάζουν στο χρόνο ανέγγιχτα,
απραγματοποίητα:
«Δεν είναι για μας ,έτσι κι αλλιώς.
Εμείς
είμαστε ρεαλιστές ,όχι ρομαντικοί ονειροπαρμένοι»


Είναι που είδα την αγάπη επιτηδευμένη μάσκα
στο παγωμένο πρόσωπο της αδιαφορίας ,
της ευγενικής τυπικότητας, στα ψεύτικα φιλιά
στο μάγουλο, στα υποκοριστικά των ονομάτων,
στις θερμές χειραψίες και τα χειροφιλήματα,
στα κομπλιμέντα και τα χειροκροτήματα.
Χαρτομάντηλο για να σκουπίζει την υποκρισία
σταγόνα-σταγόνα απ’ τις άκρες του στόματος.

Είναι που είδα τα δήθεν ταξίδια μας (για πού αλλού,
αλήθεια, αν όχι για την αναζήτηση του εαυτού μας
μέσ’ απ’ τον άλλον;) να εξωκοίλουν στα αβαθή
της ύπαρξης και στις ξέρες του φόβου του βάθους,
του λίγο παραπέρα από δω, λίγο πιο βαθιά
απ’ τον αφρό της επιφάνειας.

Είδα την δήθεν διευρυμένη μας συνείδηση να
συρρικνώνεται πίσω απ’ το συρματόπλεγμα που
της ορίσαμε απ’ τα πριν:
προβλέψιμες διαδρομές,
προεπιλεγμένοι τουριστικοί προορισμοί και
τίποτε άλλο.

Ο φόβος του αγνώστου κι ένας ακόμη:
αυτός του μονόδρομου, χωρίς δυνατότητα επιστροφής
στην βολική ασφάλεια του ήδη γνωστού και οικείου.

Πόσο έχουμε συρρικνώσει τις καρδιές μας,
τυλίγοντάς τες με την σημαία της νόησης και του
ορθολογισμού - λες και μπορεί να επιβιώσει και να
εξελιχθεί ο νους δίχως καρδιά.
Κι ύστερα, φορέσαμε τα προσωπεία μας που τόσο επιδέξια
καλύπτουν το εσωτερικό κενό.

Την επιτήδευση, την ηθελημένη μοναξιά της ύπαρξης,
την αποφυγή του συναισθήματος,
της αλληλοπροσέγγισης, την αδυναμία αποδοχής της
ταυτότητας του άλλου, του σεβασμού στη
διαφορετικότητά του.
Αυτοτιμωρία , αυτοστέρηση, αυτοκαταδίκη, με το
πρόσχημα της αυτοπροστασίας απ’ το οποιοδήποτε
κόστος, σαν να να μην αποτελούν αυτές οι
ίδιες δυσβάσταχτο τίμημα.

Ποιος πόνος μας οδήγησε στην εξορία της ψυχής;
Ποιες πληγές μας πυορροούν ακόμα;
Και πως θα υπερπηδήσουμε τα όρια του μικρού
κύκλου που χαράξαμε γύρω μας,
του περιφραγμένου εγώ μας;

Πολύ θα ήθελα να πω:
κάνω ποίηση (σ’ όλες τις μορφές της) αντί και κόντρα
στην εκποίηση.

Μα η δημιουργία προϋποθέτει ειλικρίνεια, αγνή
και καθαρή αλήθεια.
Κι αυτή με τη σειρά της απαιτεί δύναμη.
Γυμνός να στέκεις απέναντι σ’ όλους και σ’ όλα,
απροσποίητος, ακλόνητος, σίγουρος γι’ αυτό που
υπερασπίζεσαι, μη προσδοκώντας τίποτα.

Το ποιείν πρέπει να είναι κοινωνία, μέθεξη που
οδηγεί στην εγγύτητα μεταξύ των αντιθέτων.


Πόσοι το μπορούν αυτό άραγε;