Ακρόκυμα
(μια προσφορά στη θάλασσα)
Τώρα εδώ,
στ' ακρόκυμα
καταμεσής
και στο καθάριο κρύσταλλο της μέρας
έρχομαι ξανά να βαπτιστώ
τ' αρχαία μου τα πάθη ν' ακουμπήσω
στα υγρά της πόδια
κοχύλια όμορφα που άλλοτε μάζευα
να ξεπλυθούν από το κύμα
και τα νεκρά μου όνειρα σαν βότσαλα
ν’ αναπαυθούν
στους σκοτεινούς βυθούς της
πλάι σε ναυάγια περασμένων μου ζωών
και σε κουφάρια αθάνατων ερώτων .
Χρυσό κουβάρι ετύλιξα:
όσα βαθιά αγάπησα από σένα
λίγες στιγμές σαν στάλες διάφανες
που χύθηκαν στο χρόνο
και γίνανε ωκεανοί:
θερμή σου αγκάλη
γέλιο ζεστό -κατακαλόκαιρο
στο χέρι μου του δροσερού χεριού σου χάδι-
νοτισμένο ρόδο
φιλιά του πόθου -κρασοστάφυλα
βλέμμα βαθύ για να πνιγώ-
ήλιου κατάδυση.
Τα πήρα
και τα σκέπασα
που φύλαγα να σου δώσω:
φωτογραφίες σου παλιές
μικρά τοπία της ψυχής
-όλα όσα πρόλαβα να δω
ν’ αποτυπώσω-
στίχοι που σβήσαν στο χαρτί
όστρακα σπάνια που
μέσ’ στην ρόδινη κοιλιά τους
το όνομά σου χάραξα.
Τώρα εδώ,
στ' ακρόκυμα,
καταμεσής του χρόνου,
τα βάρη της καρδιάς μου ακουμπώ,
κι ό,τι αγαπώ το λευτερώνω
πίσω προσφέρω ο,τι χρωστώ
κι από την θλίψη το λυτρώνω
Έτσι,
την ψυχή μου ξεπλένω στον αφρό της
-ρούχο που λέκιασε ο πόνος-
κάτασπρη πάλι
να φουσκώσει στην ανάσα της
νέων ανέμων οι πνοές να την κινήσουν
σε νέα ταξίδια στ’ αδηφάγα πέλαγα.
Κι ίσως μια μέρα
σ’ ένα ταξίδι μου απάνω,
σ’ ένα δικό σου αλαργινό,
πάλι να σμίξουν οι σκιές μας,
να σταυρωθούνε οι τροχιές
εσύ,
σαν πολυπλάνητο αστέρι
εγώ,
ένας πλανήτης σκοτεινός.
|