Από τη Νύχτα
καρτερώ τη λησμονιά
τον Ύπνο που τον θάνατο θα φέρει
τον δίχως όνειρα
δίχως ενύπνια ζοφερά
του σκοταδιού το βάλσαμο
γλυκά να με ποτίσει
και με το μαύρο χέρι
να σφουγγίσει
καημούς αναίτιους
ελπίδες μάταιες πλανεύτρες
τις κούφιες προσδοκίες μου
των λογισμών μου των πικρών
τα οδυνηρά λογχίσματα…
Και να,
που η ψυχή το βάρος απεκδύεται
του ραγισμένου μου κορμιού
και φεύγει
λυτρωτικά ανυψώνεται
για εκεί που της αρμόζει
για λίγο μόνο
έστω…
πριν να ροδίσει η αυγή
Από τη Νύχτα
καρτερώ τη σιωπή
της μέρας την επώδυνη βουή
να πάψει
μαζί με τις αλήθειες της που λάμπουν
στον ήλιο ανελέητες
κι οι κοφτερές λεπίδες τους
ξεδιάντροπα γυαλίζουν
πριν χαρακώσουν την ψυχή
-έτσι είναι οι αλήθειες-
το παραμιλητό να θρυμματίσει
του ψεύτη κόσμου
να σωπάσει
-μαζί και το δικό μου-
κι έτσι,
στο τίποτα σαν βυθιστώ
το τίποτα ν’ ακούω.
για λίγο μόνο
έστω…
πριν το ξημέρωμα να’ ρθεί.
(Με αφορμή τ' όμορφο ποίημα του rigo: Η ΝΥΧΤΑ)