Monday, September 13, 2010

Χίλιες και μία εμμονές και το παραμιλητό τους -1
























1.

Πόσ’ αναρίθμητα φεγγάρια μέτρησα
ως των απλωμένων σου χεριών τα ακρωτήρια
κει που τα δάκτυλα συσπώνται τους ίσκιους ν’ αδράξουν
μιας θάλασσας ανάστατης τρικυμισμένης σάρκας
και του στήθους τις κορφές απεγνωσμένα σκεπάζουν
ψαύουν τις εύφορες κοιλάδες μιας απάτητης γης ανυπόμονα
φωλιάζουν σε σχισμές κρυφές σκοτεινές χαράδρες
τρέμοντας δέος γεύονται νόστιμα ύδατα σβήνοντας δίψα άγρια
ανασαίνουν έκσταση εκπνέουν πόθο
διαδρομές πολύτροπες χαράζουν ως να διαπεράσουν
το τρωτό της ύλης να ξεχυθούν εντός ανυπότακτα υγρά
όπως εκείνο το ασημένιο κύμα
που ξεχύθηκε ασυγκράτητο στον ώμο σου -τέλειος μαίανδρος!-
σαν έλυσες μια μέρα τα μαλλιά σου μόνο για χάρη μου.
Πλημμύρισε τις εποχές μου όλες πυρπολώντας τες.

Ω, τι ένδοξη ήττα!


2.
Ξυπνά ο ήλιος απ’ τον κόκκινο ύπνο του.
Μαζί του ξυπνά κι η ζωή, γυναίκα που ξενύχτησε
σε στήθος αγαπημένου,
απ’ τ’ αριστερό του πλευρό αποκολλάται απρόθυμα
τεντώνεται να ξεμουδιάσει από μια νύχτα έρωτα
- τις ώρες εκείνες που κοντοστάθηκε ο χρόνος και
κρυφάκουγε συνομιλίες αγάπης μυστικής
από χείλη και χέρια που έσφιξαν για λίγο τη μοίρα
με μια πείνα κρυφή για μοίρασμα για διάχυση
για ένωση σε ουσία κοινή - ανομολόγητο μυστήριο!
Εκείνος έσπειρε φως εκείνη θα γεννήσει ζωή καινούργια
μαζί θα ορίζουν τους κύκλους 
θα ορίζονται απ’ τους κύκλους στο άπειρο.
Να ένα ωραίο παραμύθι που ξετυλίγεται ακόμα
απ’ την αρχή του χρόνου!
Κι ύστερα πάλι χωρισμός και θάνατος,
έτσι,
για να συνεχιστεί αδιατάρακτη η ροή του κόσμου.



3

Ήρθε λοιπόν η ώρα να θάψεις το νεκρό περιστέρι
που κρατάς στην παλάμη σου;
Εκείνο λέω που κάθισε στο χέρι σου ακάλεστο
μιαν Άνοιξη όλο φωτιά και άνεμο.
Μα δεν μετριέται ο χρόνος όπως νομίζαμε, αγαπημένε,
με το βάθος του πόνου μετριέται, με της αγάπης τον ίλιγγο,
με τ’ αυτάρεσκο αντιφέγγισμα του κόσμου σ’ άδεια θάλασσα νυχτερινή
και στης εφήμερης ζωής το ρυτίδωμα
σαν καθρεφτίζεται στο κοσμικό κάτοπτρο.
Παράξενο που είναι...
Στο ίδιο σώμα  αγάπη και θάνατος να ταξιδεύουν με προορισμό
δυο μάτια πέλαγα γεμάτ’ αστέρια ενός αφέγγαρου ουρανού
- αφού το φεγγάρι πνίγηκε σ’ αυτά τα μάτια
σε μια απελπισμένη πτώση, με  πόθο μόνο να διαλυθεί
στην άβυσσο.

Ξέχνα το!
Δεν υπάρχει χώμα εδώ αρκετό για να θάψεις ένα όνειρο
τόσο μεγάλο.


 Φεβρουάριος 2008