Monday, May 14, 2007


Υφάντρα










(Νέα Σελήνη, Αφροδίτη και Δίας μαζί!
Τρία φωτεινά σημεία στον ουρανό
Τρεις φωτεινές γραμμές στη θάλασσα
αστρική συνομιλία
συναστρία του έρωτα!)



Έξω απ’ το παραθυρό μου
θάλασσα απέραντη 
σε ψαχνω απ' άκρη σ'άκρη
μην και τον φέρεις σήμερα..

Κι εδώ μπροστά,
στον αργαλειό τον δρύινο 
αρχίνησα την μοίρα μου να υφαίνω
έτσι όπως θέλησα εγώ
καρτερικά, 
μ’ υπομονή,
μ’όλους τους πόθους της ζωής
και τις χαρές που λαχταρώ
δίχως τις μαύρες πίκρες.
Νωπές μου εικόνες νήματα
Μνήμες
αργοπλέκονται στο ύφασμα
αυτές που προηγήθηκαν
και αυτές που είναι να’ ρθουν.


Ασημοκλωστές
των περασμένων μας
Ρόδινο,
των χειλών που μας γλυκάναν κάποτε,
των τρυφερών δακτύλων το άγγιγμα
ν’ ανακαλύψει απ’ την αρχή
τοπία λατρεμένα
Κόκκινο,
της φωτιάς να σιγοκαίει ακόμα
στο στήθος του το πολυπλάνητο .
Οινόπνευμα
της θάλασσας στο ρούχο του αποχωρισμού
Καθάριο μπλε
του Ουρανού να τον κοιτά ακόμα
Ζεστό καφέ
από τα βάθη των ματιών εύφορο χώμα
Χρυσή κλωστή
για τα κοινά μελλούμενα.

(Μαύρο δεν έχω.
Όχι εδώ
σ’ αυτό το όνειρο.
Το υφαντό ετούτο
μόνο με φως θα το κεντήσω!)


Μα πρώτα ,
τις Μοίρες κάλεσα
αυτές που δίνουν τη ζωή
αυτές και που την παίρνουν
χρυσή κούπα τα δάκρυα μου
τους πρόσφερα,
να πιούν
και να με νιώσουν
τα χέρια μου να οδηγούν
ν’ ακούσουν την καρδιά μου,
να δούνε με τα μάτια μου,
όσα η ψυχή μου καρτερά:


Κλωθώ,
Το νήμα αρχίνησες να γνέθεις της ζωής μου
μέσα στα μάτια του σαν άστραψε το φως μου
Σ’ένα κουβάρι περίτεχνα το ετύλιξες
τον Μέγα Ήλιο σκότισε
δικό μου φως, δικό του
κι ας τον κρατούν ζηλόφθονα οι θάλασσες
εκείνο ακόμα λάμπει
θαρρώ το βλέπω εκεί μακριά.

Λάχεση,
Τους κλήρους μας που νέμεις στημόνι και υφάδι
τα δώρα μοίρασέ μας τα μικρά,
τα πολύτιμα
γλυκό φιλί, αγάπης βλέμμα, ένα του χάδι
κι ας είναι λίγες οι στιγμές
κι ας ξεμακραίνουνε
δεν ξεθωριάζουν στου καιρού το πέρασμα οι μνήμες
τον χρόνο μας βαθαίνουν περισσότερο
τα δώρα τ’ακριβά, τα αιώνια.

Ά τροπος,
Κι όταν πια δεν θα’χω τρόπο άλλο
ούτε και χρόνο τον γυρισμό του να προσμένω
ή αν μάθω πως ο Άδης μου τον άρπαξε
και τα νήματα τελειώσουν στο υφάδι μου
το τέλος όρισέ μου αμετάκλητα
Του ριζικού μου τα προστάγματα
Κανείς θεός να μην τ’ αλλάξει.


Όμως,
θωρώ το έργο ολόκληρο απ’ τα τώρα
μ’ αυτά τα μάτια που μου χάρισε η πίστη:
σε τέτοια αγάπης δύναμη μπροστά
κι αυτοί οι θεοί λυγάνε .
Έτσι,
ριχτάρι αραχνοΰφαντο σου φτιάχνω
μ’ αυτό θε να σκεπάσω εσέ και την αγάπη μας
την μέρα που θα ορίσεις
μην τύχει και κρυώσει
μην και την δούνε ξένα μάτια
μην την μολύνουν χέρια άλλα
Εσένα που σ’ ονόμασα ειμαρμένη μου
Μοίρα μου εσύ της Γέννησης
και
Μοίρα του Θανάτου.



14/5/'07


(Ω)