Wednesday, December 05, 2007

Ήταν που έβρεχε κόκκινο









2.


Ήταν που έβρεχε κόκκινο
απ’ το ένα του μάτι,
τ’ αριστερό
κι απ’ τ’ άλλο
έδυαν οι στιγμές
πίσω απ’ τα σύννεφα.
Με το ’να χέρι έδιωχνε σκιές
και σφούγγιζε τον ίδρωτ’ απ’ τ’ αστέρια
Με τ’ άλλο μάζευ' αστραπές
σε αρμαθιά φωτιάς
μην και ραγίσουν το γυάλινο
περίβλημα του κόσμου
μην σκίσουνε της νύχτας
το εβένινο πουκάμισο
κι αποκαλύψουν
του κόρφου της τα μυστικά.

Σ’ εκείνον τον ρόδινο κόρφο
πως θα’ θελε να ‘γερνε πάντα
ύστερ’ από κάθε μάχη
με το ασύλληπτο
να μέθαγε απ’ τις μυρωδιές
της άγνωστης σάρκας
απ’ του μυστηρίου το άρωμα
κι εκεί,
να βύθιζε κορμί - ψυχή
για να κρυφτεί
μες σε γλυκιά αποκάρωση.

Κι όμως, το ’ξερε
πως έτρεχε λιωμένο σίδερο
απ’ τα μάτια του αντί για δάκρυ,
κι ό,τι κοιτούσε το κατέκαιγε
ό,τι άγγιζαν τα χέρια του
στάχτη.
Το’ ξερε
πως δεν θα χόρταινε φωτιά
μα δεν θα χόρταινε κι αγκάλη.



9έμβρης'07